σκαντάγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκαντάγιο | τα | σκαντάγια |
| γενική | του | σκαντάγιου | των | σκαντάγιων |
| αιτιατική | το | σκαντάγιο | τα | σκαντάγια |
| κλητική | σκαντάγιο | σκαντάγια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σκαντάγιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) μικρός μεταλλικός κώνος ή μεταλλική μετρική βέργα που φέρεται σε σχοινί για τη μέτρηση αφενός του βάθους ή την εξέταση του είδους του βυθού, σε επικείμενη αγκυροβολία, και αφετέρου την μέτρηση υπολοίπων σε δεξαμενές
Συνώνυμα
Συγγενικά
- σκανταγιάρω
- σκανταγιάρισμα
Μεταφράσεις
σκαντάγιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.