σκαντάγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαντάγιο τα σκαντάγια
      γενική του σκαντάγιου των σκαντάγιων
    αιτιατική το σκαντάγιο τα σκαντάγια
     κλητική σκαντάγιο σκαντάγια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκαντάγιο < ιταλική scandaglio (βολίδα)

Ουσιαστικό

σκαντάγιο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος) μικρός μεταλλικός κώνος ή μεταλλική μετρική βέργα που φέρεται σε σχοινί για τη μέτρηση αφενός του βάθους ή την εξέταση του είδους του βυθού, σε επικείμενη αγκυροβολία, και αφετέρου την μέτρηση υπολοίπων σε δεξαμενές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.