σιφώνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σιφώνιον τὰ σιφώνι
      γενική τοῦ σιφωνίου τῶν σιφωνίων
      δοτική τῷ σιφωνί τοῖς σιφωνίοις
    αιτιατική τὸ σιφώνιον τὰ σιφώνι
     κλητική ! σιφώνιον σιφώνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιφωνίω
γεν-δοτ τοῖν  σιφωνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιφώνιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σίφων  + υποκοριστικό επίθημα -ιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σιφώνιο

Ουσιαστικό

σιφώνιον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.