σινιάλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σινιάλο | τα | σινιάλα |
| γενική | του | σινιάλου | των | σινιάλων |
| αιτιατική | το | σινιάλο | τα | σινιάλα |
| κλητική | σινιάλο | σινιάλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σινιάλο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈɲa.lo/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.