σιμουλτανέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σιμουλτανέ < γαλλική simultané < λατινική simul < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḗm (ένας) < * sem (μαζί)

Επίρρημα

σιμουλτανέ

  1. την ίδια στιγμή
     συνώνυμα: συγχρόνως, ταυτόχρονα
  2. διεξαγωγή αγώνα (συνήθως επίδειξης) στο σκάκι, στη διάρκεια του οποίου ένας έμπειρος σκακιστής (π.χ. γκρανμέτρ) παίζει ταυτόχρονα με πολλούς αντιπάλους
    Συχνά έχουμε αναφερθεί στους διαφορετικούς τρόπους παιξίματος του πνευματικού μας αθλήματος, ένας από τους οποίους είναι και ο αγώνας «Σιμουλτανέ», όπου ένας ισχυρός μετρ αντιμετωπίζει ταυτόχρονα έναν μεγάλο αριθμό αντιπάλων κατώτερων κατηγοριών. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.