σιδηρουργικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σιδηρουργικός | η | σιδηρουργική | το | σιδηρουργικό |
| γενική | του | σιδηρουργικού | της | σιδηρουργικής | του | σιδηρουργικού |
| αιτιατική | τον | σιδηρουργικό | τη | σιδηρουργική | το | σιδηρουργικό |
| κλητική | σιδηρουργικέ | σιδηρουργική | σιδηρουργικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σιδηρουργικοί | οι | σιδηρουργικές | τα | σιδηρουργικά |
| γενική | των | σιδηρουργικών | των | σιδηρουργικών | των | σιδηρουργικών |
| αιτιατική | τους | σιδηρουργικούς | τις | σιδηρουργικές | τα | σιδηρουργικά |
| κλητική | σιδηρουργικοί | σιδηρουργικές | σιδηρουργικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σιδηρουργικός < σιδηρουργός + -ικός
Μεταφράσεις
σιδηρουργικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.