σιδηροδρομάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σιδηροδρομάκι | τα | σιδηροδρομάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | σιδηροδρομάκι | τα | σιδηροδρομάκια |
| κλητική | σιδηροδρομάκι | σιδηροδρομάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιδηροδρομάκι < σιδηρόδρομος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ði.ɾo.ðɾoˈma.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐δη‐ρο‐δρο‐μά‐κι
Μεταφράσεις
σιδηροδρομάκι
|
|
Πηγές
- σιδηροδρομάκι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.