σιδερογωνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιδερογωνία | οι | σιδερογωνίες |
| γενική | της | σιδερογωνίας | των | σιδερογωνιών |
| αιτιατική | τη | σιδερογωνία | τις | σιδερογωνίες |
| κλητική | σιδερογωνία | σιδερογωνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιδερογωνία < σιδερο- + γωνία
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ðe.ɾo.ɣoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐δε‐ρο‐γω‐νί‐α
Ουσιαστικό
σιδερογωνία θηλυκό
- (τεχνολογία) σιδερένια ορθή δίεδρη γωνία που χρησιμοποιείται στην σύνδεση δύο στερεών
Μεταφράσεις
σιδερογωνία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.