σημειακότητα
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σημειακότητα | οι | σημειακότητες |
| γενική | της | σημειακότητας | των | σημειακοτήτων |
| αιτιατική | τη | σημειακότητα | τις | σημειακότητες |
| κλητική | σημειακότητα | σημειακότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σημειακότητα θηλυκό - (γεωμετρία, σωματικδιακή φυσική, αστροφυσική)
- η συγκέντρωση σε σημείο
- η αποδοχή σημειακών φαινομένων (μη πιθανοτική αποδοχή, μη αποδοχή εύρους τιμών, ή η αποδοχή ότι οι πιθανότητες καταρρέουν σε απόλυτα ορισμένα σημεία)
Σημειώσεις
υπάρχει και η πιθανοτική σημειακότητα, δηλαδή αποδοχή περιστατικών που διαδραματίζονται σημειακά, με παράλληλη πεποίθηση ότι θεμελιωδώς είναι αδύνατη η απόλυτη πρόβλεψή τους και η ακριβής καταγραφή τους (μετά από κάποια δεκαδικά ψηφία καρτεσιανών συντεταγμένων, υπάρχει θεμελιώδης-ανυπέρβλητη απροσδιοριστία [δεν αποτελεί απροσδιοριστία τεχνικού λάθους])
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.