singularity

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
- (διαλογισμός) η μονοσημία, η σημειακότητα, η μοναδικότητα, η προσκέντρωση, ιδεατή νοερώς κατάστασης ταύτισης με το όλον
- (φυσική) η εσφαλμένη μονοσημία-μονοσυμπαγίωση-μονοσυσσωμάτωση-ενδοσυσσωμάτωση-μοναδικότητα-ανωμαλία που αντικαταστάθηκε απ' την ολογραφική αρχή
- η υποσημειακότητα, η μετατροπή χωροχρόνου σε καθαρή ενέργεια και το αντίστροφο, όμως λάθος εκφρασμένη λόγω θεωρητικής παλαιότητας ή μη επαρκούς μελέτης από ακαδημαϊκό που την εκφράζει
- (πληροφορική) η μελλοντική εποχή όπου θα υφίστανται ψηφιακοί εγκέφαλοι ικανοί να βιώσουν ενσυναίσθηση (εγγενής-βιωματική και όχι μιμητική ενσυναίσθηση), και δευτερογενώς η σύνδεση στο μεταΐντερνετ βιολογικών και βιονικών ανθρώπων θα αποτελεί ρεαλιστική διασύνδεση όλων των αισθήσεων με το σύστημα, ο κάθε χρήστης θα επιλέγει τι και πόσο θα βιώσει ότι επιθυμεί (πχ. ένας χρήστης θα δύναται να βιώσει μια μνήμη άλλου χρήστη συμπεριλαμβανομένων όλων των αισθήσεων και συναισθημάτων κι αν το επιτρέπει η εφαρμογή να τροποποιήσει-αλλάξει ή να σταματήσει την προβολή)
- (μελλοντολογικά ή καταστροφολογικά) όταν η τεχνολογία θα τείνει να ενσωματωθεί (με) ή να αντικαταστήσει την βιολογική νόηση και τον βιολογικό άνθρωπο

Μεταφράσεις
- ελληνικά : μαθηματικά-γεωμετρία: σημειακότητα (el)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.