σημαντικότατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σημαντικότατος η σημαντικότατη το σημαντικότατο
      γενική του σημαντικότατου της σημαντικότατης του σημαντικότατου
    αιτιατική τον σημαντικότατο τη σημαντικότατη το σημαντικότατο
     κλητική σημαντικότατε σημαντικότατη σημαντικότατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σημαντικότατοι οι σημαντικότατες τα σημαντικότατα
      γενική των σημαντικότατων των σημαντικότατων των σημαντικότατων
    αιτιατική τους σημαντικότατους τις σημαντικότατες τα σημαντικότατα
     κλητική σημαντικότατοι σημαντικότατες σημαντικότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.