σερασκέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σερασκέρης | οι | σερασκέρηδες |
| γενική | του | σερασκέρη | των | σερασκέρηδων |
| αιτιατική | τον | σερασκέρη | τους | σερασκέρηδες |
| κλητική | σερασκέρη | σερασκέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σερασκέρης αρσενικό
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος) τίτλος στρατιωτικού διοικητή ή αξιωματούχου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
- ※ Αφού πήγαμε μέσα εις την Άρτα, μια ημέρα ήρθαν οι πασσάδες εις το κονάκι του μπέγη και όλοι οι σερασκέρηδες οι Αρβανίτες να τον ιδούν. (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Α1)
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος) πασάς που αναλάμβανε αρχιστράτηγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.