σεξπιρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σεξπιρικός | η | σεξπιρική | το | σεξπιρικό |
| γενική | του | σεξπιρικού | της | σεξπιρικής | του | σεξπιρικού |
| αιτιατική | τον | σεξπιρικό | τη | σεξπιρική | το | σεξπιρικό |
| κλητική | σεξπιρικέ | σεξπιρική | σεξπιρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σεξπιρικοί | οι | σεξπιρικές | τα | σεξπιρικά |
| γενική | των | σεξπιρικών | των | σεξπιρικών | των | σεξπιρικών |
| αιτιατική | τους | σεξπιρικούς | τις | σεξπιρικές | τα | σεξπιρικά |
| κλητική | σεξπιρικοί | σεξπιρικές | σεξπιρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.