σεναριολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεναριολογία οι σεναριολογίες
      γενική της σεναριολογίας των σεναριολογιών
    αιτιατική τη σεναριολογία τις σεναριολογίες
     κλητική σεναριολογία σεναριολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεναριολογία < σενάρι(ο) + -ο- + -λογία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

σεναριολογία θηλυκό

  • εκτιμήσεις, λόγια, σενάρια, προβλέψεις που διαδίδονται δεξιά και αριστερά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.