σεμιγδαλένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σεμιγδαλένιος | η | σεμιγδαλένια | το | σεμιγδαλένιο |
| γενική | του | σεμιγδαλένιου | της | σεμιγδαλένιας | του | σεμιγδαλένιου |
| αιτιατική | τον | σεμιγδαλένιο | τη | σεμιγδαλένια | το | σεμιγδαλένιο |
| κλητική | σεμιγδαλένιε | σεμιγδαλένια | σεμιγδαλένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σεμιγδαλένιοι | οι | σεμιγδαλένιες | τα | σεμιγδαλένια |
| γενική | των | σεμιγδαλένιων | των | σεμιγδαλένιων | των | σεμιγδαλένιων |
| αιτιατική | τους | σεμιγδαλένιους | τις | σεμιγδαλένιες | τα | σεμιγδαλένια |
| κλητική | σεμιγδαλένιοι | σεμιγδαλένιες | σεμιγδαλένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σεμιγδαλένιος, -α, -ο
- μορφή του σιμιγδαλένιος
- λήγουν σε -σεμιγδάλι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.