σελίδωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σελίδωση οι σελιδώσεις
      γενική της σελίδωσης* των σελιδώσεων
    αιτιατική τη σελίδωση τις σελιδώσεις
     κλητική σελίδωση σελιδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σελιδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σελίδωση < σελιδώνω + -ση

Ουσιαστικό

σελίδωση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.