σειριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σειριακός | η | σειριακή | το | σειριακό |
| γενική | του | σειριακού | της | σειριακής | του | σειριακού |
| αιτιατική | τον | σειριακό | τη | σειριακή | το | σειριακό |
| κλητική | σειριακέ | σειριακή | σειριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σειριακοί | οι | σειριακές | τα | σειριακά |
| γενική | των | σειριακών | των | σειριακών | των | σειριακών |
| αιτιατική | τους | σειριακούς | τις | σειριακές | τα | σειριακά |
| κλητική | σειριακοί | σειριακές | σειριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Ομώνυμα / Ομόηχα
Σημειώσεις
- Επεξήγηση από τον Dr. Moshe @translatum, 2007.06.18. για τον σχηματισμό -ιακός αντί του σωστού σειρα‑ικός. πρόσβαση:2014.04.02.
Μεταφράσεις
αριθμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.