σεβαστοκράτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεβαστοκράτορας οι σεβαστοκράτορες
      γενική του σεβαστοκράτορα των σεβαστοκρατόρων
    αιτιατική τον σεβαστοκράτορα τους σεβαστοκράτορες
     κλητική σεβαστοκράτορα σεβαστοκράτορες
Δείτε επίσης, «σεβαστοκράτωρ»
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεβαστοκράτορας < μεσαιωνική ελληνική σεβαστοκράτορας < σεβαστοκράτωρ. Μορφολογικά αναλύεται σε σεβαστ(ός) + -ο- + -κράτορας

Ουσιαστικό

σεβαστοκράτορας αρσενικό (θηλυκό σεβαστοκράτειρα & σεβαστοκρατόρισσα)

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σεβαστοκράτορας < σεβαστοκράτ(ωρ) + -ορας (-κράτορας)

Ουσιαστικό

σεβαστοκράτορας αρσενικό (θηλυκό σεβαστοκράτειρα & σεβαστοκρατόρισσα)

Κλιτικοί τύποι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.