σβουράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σβουράκι τα σβουράκια
      γενική
    αιτιατική το σβουράκι τα σβουράκια
     κλητική σβουράκι σβουράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σβουράκι < σβούρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /zvuˈɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σβουράκι

Ουσιαστικό

σβουράκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του σβούρα
  2. (εργαλείο) ηλεκτρικό εργαλείο με περιστρεφόμενο δίσκο που χρησιμοποιούν οι μαρμαράδες και άλλοι τεχνίτες για τη λείανση επιφανειών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.