σβαρνιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σβαρνιάρης | οι | σβαρνιάρηδες |
| γενική | του | σβαρνιάρη | των | σβαρνιάρηδων |
| αιτιατική | τον | σβαρνιάρη | τους | σβαρνιάρηδες |
| κλητική | σβαρνιάρη | σβαρνιάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σβαρνιάρης < σβαρνί(ζω) + -άρης
Ουσιαστικό
σβαρνιάρης αρσενικό (θηλυκό: σβαρνιάρα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σβάρνα
Μεταφράσεις
σβαρνιάρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.