σαργάνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σαργάνη αἱ σαργάναι
      γενική τῆς σαργάνης τῶν σαργανῶν
      δοτική τῇ σαργάν ταῖς σαργάναις
    αιτιατική τὴν σαργάνην τὰς σαργάνᾱς
     κλητική ! σαργάνη σαργάναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σαργάν
γεν-δοτ τοῖν  σαργάναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαργάνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σαργάνη, -ης θηλυκό

  1. πλέγμα, πλεξίδα
  2. (ελληνιστική σημασία) καλάθι, κοφίνι

  • ταργάνη

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.