σαρανταπληγιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαρανταπληγιασμένος | η | σαρανταπληγιασμένη | το | σαρανταπληγιασμένο |
| γενική | του | σαρανταπληγιασμένου | της | σαρανταπληγιασμένης | του | σαρανταπληγιασμένου |
| αιτιατική | τον | σαρανταπληγιασμένο | τη | σαρανταπληγιασμένη | το | σαρανταπληγιασμένο |
| κλητική | σαρανταπληγιασμένε | σαρανταπληγιασμένη | σαρανταπληγιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαρανταπληγιασμένοι | οι | σαρανταπληγιασμένες | τα | σαρανταπληγιασμένα |
| γενική | των | σαρανταπληγιασμένων | των | σαρανταπληγιασμένων | των | σαρανταπληγιασμένων |
| αιτιατική | τους | σαρανταπληγιασμένους | τις | σαρανταπληγιασμένες | τα | σαρανταπληγιασμένα |
| κλητική | σαρανταπληγιασμένοι | σαρανταπληγιασμένες | σαρανταπληγιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σαρανταπληγιασμένος < σαράντα + -ο- + πληγιασμένος
Μεταφράσεις
σαρανταπληγιασμένος
|
Πηγές
- σαρανταπληγιασμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.