σαπουνόλουτρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαπουνόλουτρο τα σαπουνόλουτρα
      γενική του σαπουνόλουτρου των σαπουνόλουτρων
    αιτιατική το σαπουνόλουτρο τα σαπουνόλουτρα
     κλητική σαπουνόλουτρο σαπουνόλουτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαπουνόλουτρο < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /sa.puˈno.lu.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαπουνόλουτρο

Ουσιαστικό

σαπουνόλουτρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.