σαπουνάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαπουνάς οι σαπουνάδες
      γενική του σαπουνά των σαπουνάδων
    αιτιατική τον σαπουνά τους σαπουνάδες
     κλητική σαπουνά σαπουνάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαπουνάς < σαπούν(ι) + -άς  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

σαπουνάς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο σαπωνοποιός
  2. (επάγγελμα) αυτός που πουλάει σαπούνια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.