σαπωνοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαπωνοποιός οι σαπωνοποιοί
      γενική του σαπωνοποιού των σαπωνοποιών
    αιτιατική τον σαπωνοποιό τους σαπωνοποιούς
     κλητική σαπωνοποιέ σαπωνοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαπωνοποιός < σάπων(ος) + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

σαπωνοποιός αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο βιοτέχνης που φτιάχνει σαπούνια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.