σαπουνάδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαπουνάδικο | τα | σαπουνάδικα |
| γενική | του | σαπουνάδικου | των | σαπουνάδικων |
| αιτιατική | το | σαπουνάδικο | τα | σαπουνάδικα |
| κλητική | σαπουνάδικο | σαπουνάδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
σαπουνάδικο
|
→ δείτε τη λέξη σαπωνοποιείο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.