σανοπώλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σανοπώλης | οι | σανοπώλες |
| γενική | του | σανοπώλη | των | σανοπωλών |
| αιτιατική | τον | σανοπώλη | τους | σανοπώλες |
| κλητική | σανοπώλη | σανοπώλες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σανός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.