σανιδότοιχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σανιδότοιχος | οι | σανιδότοιχοι |
| γενική | του | σανιδοτοίχου | των | σανιδοτοίχων |
| αιτιατική | τον | σανιδότοιχο | τους | σανιδοτοίχους |
| κλητική | σανιδότοιχε | σανιδότοιχοι | ||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.niˈðo.ti.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐νι‐δό‐τοι‐χος
Ουσιαστικό
σανιδότοιχος αρσενικό
- τοίχος φτιαγμένος από σανίδες
- ※ Μέχρι και τις 5 Νοεμβρίου στο πλαίσιο των αντιδιαβρωτικών έργων είχαν κατασκευαστεί 300.000 μέτρα κορμοδέματα, 5.000 μέτρα κλαδοπλέγματα, 15.000 μέτρα σανιδότοιχοι και 5.000 τετραγωνικά μέτρα κορμοφράγματα.
- Οδοιπορικό στα καμένα της βόρειας Εύβοιας – Τα έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη (7 Νοεμβρίου 2021), paraskhnio.gr
- ※ Μέχρι και τις 5 Νοεμβρίου στο πλαίσιο των αντιδιαβρωτικών έργων είχαν κατασκευαστεί 300.000 μέτρα κορμοδέματα, 5.000 μέτρα κλαδοπλέγματα, 15.000 μέτρα σανιδότοιχοι και 5.000 τετραγωνικά μέτρα κορμοφράγματα.
Μεταφράσεις
σανιδότοιχος
|
|
Πηγές
- σανιδότοιχος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.