σανατοριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σανατοριακός | η | σανατοριακή | το | σανατοριακό |
| γενική | του | σανατοριακού | της | σανατοριακής | του | σανατοριακού |
| αιτιατική | τον | σανατοριακό | τη | σανατοριακή | το | σανατοριακό |
| κλητική | σανατοριακέ | σανατοριακή | σανατοριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σανατοριακοί | οι | σανατοριακές | τα | σανατοριακά |
| γενική | των | σανατοριακών | των | σανατοριακών | των | σανατοριακών |
| αιτιατική | τους | σανατοριακούς | τις | σανατοριακές | τα | σανατοριακά |
| κλητική | σανατοριακοί | σανατοριακές | σανατοριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σανατόριο
Μεταφράσεις
σανατοριακός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.