larguer

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /laʁ.ɡe/

Ρήμα

larguer (fr) (μεταβατικό)

  1. λύνω, πετώ κάτι
  2. πετώ κάτι από αεροπλάνο
  3. (μεταφορικά) (οικείο) ξεφορτώνομαι
  4. (αθλητισμός) ξεπερνώ, αφήνω μεγάλη απόσταση από τους συναγωνιστές μου

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.