larguer
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /laʁ.ɡe/
Ρήμα
larguer (fr) (μεταβατικό)
- λύνω, πετώ κάτι
- πετώ κάτι από αεροπλάνο
- (μεταφορικά) (οικείο) ξεφορτώνομαι
- (αθλητισμός) ξεπερνώ, αφήνω μεγάλη απόσταση από τους συναγωνιστές μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.