σαλεπιτζίδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαλεπιτζίδικο | τα | σαλεπιτζίδικα |
| γενική | του | σαλεπιτζίδικου | των | σαλεπιτζίδικων |
| αιτιατική | το | σαλεπιτζίδικο | τα | σαλεπιτζίδικα |
| κλητική | σαλεπιτζίδικο | σαλεπιτζίδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαλεπιτζίδικο < σαλεπιτζ(ής) + -ίδικο
Ουσιαστικό
σαλεπιτζίδικο ουδέτερο
- κατάστημα στο οποίο πωλείται σαλέπι ή ειδικά διαμορφωμένο καροτσάκι που έχουν οι σαλεπιτζήδες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σαλέπι
Μεταφράσεις
σαλεπιτζίδικο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.