σαλατιέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαλατιέρα οι σαλατιέρες
      γενική της σαλατιέρας
    αιτιατική τη σαλατιέρα τις σαλατιέρες
     κλητική σαλατιέρα σαλατιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαλατιέρα < σαλάτ(α) + -ιέρα[1]

Ουσιαστικό

σαλατιέρα θηλυκό

  • (κουζινικά) μεγάλο και βαθύ πιάτο για τη σαλάτα [1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.