bowl
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
bowl < μέση αγγλική bolle < αγγλοσαξονική bolla, bolle
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| bowl | bowls |
bowl (en)
- το μπολ, μικρό δοχείο ημισφαιρικού σχήματος
- ↪ a glass bowl - γυάλινο μπολ
- ↪ Pour the cream from the saucepan into a bowl.
- Αδειάστε την κρέμα από την κατσαρόλα σε μπολ.
- η λεκάνη, το μέρος κάποιων αντικειμένων που έχει σχήμα σαν μπολ
- ↪ I am unclogging the toilet bowl.
- Ξεβουλώνω τη λεκάνη της τουαλέτας.
- ↪ I am unclogging the toilet bowl.
- η ποσότητα που περιέχεται σε ένα μπολ
- οτιδήποτε έχει το σχήμα ενός μπολ
- (ΗΠΑ) ανοιχτό κυκλικό θέατρο
- bowls (πληθυντικός) παιχνίδι με ξύλινες μπάλες
Ρήμα
| ενεστώτας | bowl |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | bowls |
| αόριστος | bowled |
| παθητική μετοχή | bowled |
| ενεργητική μετοχή | bowling |
bowl (en)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.