σαγματοπώλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαγματοπώλης οι σαγματοπώλες
      γενική του σαγματοπώλη των σαγματοπωλών
    αιτιατική τον σαγματοπώλη τους σαγματοπώλες
     κλητική σαγματοπώλη σαγματοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαγματοπώλης < σάγματ(ος) + -ο- + -πώλης

Ουσιαστικό

σαγματοπώλης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.