σαββατόβραδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαββατόβραδο | τα | σαββατόβραδα |
| γενική | του | σαββατόβραδου | των | σαββατόβραδων |
| αιτιατική | το | σαββατόβραδο | τα | σαββατόβραδα |
| κλητική | σαββατόβραδο | σαββατόβραδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σαββατόβραδο ουδέτερο
- το βράδυ του Σαββάτου
- ※ Παρασκευή πρωί στην αγκαλιά μου μπαίνεις
με φιλάς και ξαναβγαίνεις το Σαββατόβραδο
τα χνάρια ακολουθείς μιας ζωής χαμένης
Κυριακή με περιμένεις στο μισοσκόταδο.- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Παρασκευή Πρωί, (2021) Κωνσταντίνος Αργυρός, στίχοι και σύνθεση: Λευτέρης Κιντάτος, album: Part 1 - Nostalgia.
- ※ Παρασκευή πρωί στην αγκαλιά μου μπαίνεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.