σίναπι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| σῐνᾱπῐ- σῐνᾱπε- | |||||
| ονομαστική | τὸ | σίναπῐ | τὰ | σινάπη & σινάπεᾰ | |
| γενική | τοῦ | σινάπεως | τῶν | σινάπεων | |
| δοτική | τῷ | σινάπει | τοῖς | σινάπεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | σίναπῐ | τὰ | σινάπη & σινάπεᾰ | |
| κλητική ὦ! | σίναπῐ | σινάπη & σινάπεᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σινάπει | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | σιναπέοιν | |||
| Δείτε και σίναπυ, τοῦ σινάπυος. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'σίναπι' όπως «σίναπι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- σίναπι < αρχαία ελληνική νᾶπυ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: σινάπι
- σίναπυ
- σίνηπι (ιωνικός τύπος )
- σίνηπυ
- σίνηπυς
Συγγενικά
- σιναπέλαιον
- σιναπηρός
- σιναπίδιον (υποκοριστικό)
- σιναπίζω
- σινάπινος
- σινάπιον (υποκοριστικό)
- σιναπισμός
- σιναπιστέον
- συσιναπιστέον, συσσιναπιστέον
Πηγές
- σίναπι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σίναπι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.