νᾶπυ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| νᾰπῠ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | νᾶπῠ | τὰ | νάπῠᾰ | |
| γενική | τοῦ | νάπῠος | τῶν | ναπῠ́ων | |
| δοτική | τῷ | νάπῠῐ̈ | τοῖς | νάπῠσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | νᾶπῠ | τὰ | νάπῠᾰ | |
| κλητική ὦ! | νᾶπῠ | νάπῠᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νάπῠε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ναπῠ́οιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κόνδυ' όπως «κόνδυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- νᾶπυ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
νᾶπυ, -υος ουδέτερο
- (φυτό), πρώιμος ιωνικός και αττικός τύπος του σίναπι (ελληνιστική κοινή), το σινάπι
- → δείτε και τη λέξη κάρδαμον
Συγγενικά
- σινάπιον (ελληνιστική κοινή, υποκοριστικό)
Πηγές
- νᾶπυ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νᾶπυ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.