σίελος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σίελος | οι | σίελοι |
| γενική | του | σιέλου | των | σιέλων |
| αιτιατική | τον | σίελο | τους | σιέλους |
| κλητική | σίελε | σίελοι | ||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σίελος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σίελος < αρχαία ελληνική σίαλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.e.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σί‐ε‐λος
Ουσιαστικό
σίελος αρσενικό
- (λόγιο) το σάλιο
- ※ Τὰ παιδία, ἄνιπτα τὰ πλεῖστα, ὅπως ἦσαν συνηθισμένα, ἔπτυον εἰς τὰς παλάμας των, ὕγραινον κι’ ἔτριβον τὰς χεῖρας μὲ τὸν σίελον, διὰ νὰ φανῶσι νιμμένα. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η δασκαλομάννα, 1894)
Μεταφράσεις
σίελος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.