σίελος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σίελος οι σίελοι
      γενική του σιέλου των σιέλων
    αιτιατική τον σίελο τους σιέλους
     κλητική σίελε σίελοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σίελος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σίελος < αρχαία ελληνική σίαλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.e.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σίελος

Ουσιαστικό

σίελος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.