ρόχθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρόχθος οι ρόχθοι
      γενική του ρόχθου των ρόχθων
    αιτιατική τον ρόχθο τους ρόχθους
     κλητική ρόχθε ρόχθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρόχθος < αρχαία ελληνική ῥόχθος < ῥοχθέω, (θορυβώ)

Ουσιαστικό

ρόχθος αρσενικό

  • ο θορυβώδης ήχος των κυμάτων της θάλασσας ή καταρράκτη
      Το ρυθμικό τραγουδιστό πρόσταγμα με το ρόχθο των κουπιών του ξανασυννέφιασε την ψυχή. (Βασίλης Ρώτας Η κόρη με τα κόκκινα [διήγημα])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.