ρωμανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρωμανικός | η | ρωμανική | το | ρωμανικό |
| γενική | του | ρωμανικού | της | ρωμανικής | του | ρωμανικού |
| αιτιατική | τον | ρωμανικό | τη | ρωμανική | το | ρωμανικό |
| κλητική | ρωμανικέ | ρωμανική | ρωμανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρωμανικοί | οι | ρωμανικές | τα | ρωμανικά |
| γενική | των | ρωμανικών | των | ρωμανικών | των | ρωμανικών |
| αιτιατική | τους | ρωμανικούς | τις | ρωμανικές | τα | ρωμανικά |
| κλητική | ρωμανικοί | ρωμανικές | ρωμανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρωμανικός < Ρώμη
Μεταφράσεις
ρωμανικός
|
→ δείτε τη λέξη ρομανικός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.