ρεμέντζο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεμέντζο τα ρεμέντζα
      γενική του ρεμέντζου των ρεμέντζων
    αιτιατική το ρεμέντζο τα ρεμέντζα
     κλητική ρεμέντζο ρεμέντζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεμέντζο < ρεμέτζο με ρινική προφορά <ντζ> ([dz] > [ndz])

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾeˈmen.d͡zo/

Ουσιαστικό

ρεμέντζο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.