ρυθμικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρυθμικότητα | οι | ρυθμικότητες |
| γενική | της | ρυθμικότητας | των | ρυθμικοτήτων |
| αιτιατική | τη | ρυθμικότητα | τις | ρυθμικότητες |
| κλητική | ρυθμικότητα | ρυθμικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.