ροφός

Νέα ελληνικά (el)

ένας ροφος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ροφός οι ροφοί
      γενική του ροφού των ροφών
    αιτιατική τον ροφό τους ροφούς
     κλητική ροφέ ροφοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ροφός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ροφός αρσενικό

  • μεγάλο ψάρι (επιστημονική ονομασία Epinephelus marginatus)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.