χάννος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χάννος οι χάννοι
      γενική του χάννου των χάννων
    αιτιατική τον χάννο τους χάννους
     κλητική χάννε χάννοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάννος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χάννος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.