ρουχικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρουχικό τα ρουχικά
      γενική του ρουχικού των ρουχικών
    αιτιατική το ρουχικό τα ρουχικά
     κλητική ρουχικό ρουχικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρουχικό < ρούχο + -ικό

Ουσιαστικό

ρουχικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.