ρομανικές γλώσσες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρομανικές γλώσσες  δείτε τις λέξεις ρομανικός και γλώσσα

Ουσιαστικό

ρομανικές γλώσσες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. (γλώσσα) (γλωσσολογία) λατινογενείς γλώσσες που εξελίχθηκαν διαφορετικά ανάλογα με το προϋπάρχον γλωσσολογικό υπόστρωμα· ήταν το πρώτο στάδιο προς τα σημερινά ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, καταλανικά, οξιτανικά, ρουμανικά, κ.α.
  2. (κατ’ επέκταση) οι παραπάνω σημερινές γλώσσες

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.