ροδότοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ροδότοπος οι ροδότοποι
      γενική του ροδότοπου των ροδότοπων
    αιτιατική τον ροδότοπο τους ροδότοπους
     κλητική ροδότοπε ροδότοποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ροδότοπος < ρόδ(ο) + -ό- + -τοπος

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾoˈðo.to.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ροδότοπος

Ουσιαστικό

ροδότοπος αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.