ροδόσταμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροδόσταμο τα ροδόσταμα
      γενική του ροδόσταμου των ροδόσταμων
    αιτιατική το ροδόσταμο τα ροδόσταμα
     κλητική ροδόσταμο ροδόσταμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ροδόσταμο < ροδόσταμα + -ο

Ουσιαστικό

ροδόσταμο ουδέτερο

  • άλλη μορφή του ροδόσταγμα
    Σε πότισα ροδόσταμο, με πότισες φαρμάκι, / της παγωνιάς αϊτόπουλο, της ερημιάς γεράκι. (Από το τραγούδι Σε πότισα ροδόσταμο, σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Μίκη Θεοδωράκη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.