ριπιδοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ριπιδοειδής | η | ριπιδοειδής | το | ριπιδοειδές |
| γενική | του | ριπιδοειδούς* | της | ριπιδοειδούς | του | ριπιδοειδούς |
| αιτιατική | τον | ριπιδοειδή | τη | ριπιδοειδή | το | ριπιδοειδές |
| κλητική | ριπιδοειδή(ς) | ριπιδοειδής | ριπιδοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ριπιδοειδείς | οι | ριπιδοειδείς | τα | ριπιδοειδή |
| γενική | των | ριπιδοειδών | των | ριπιδοειδών | των | ριπιδοειδών |
| αιτιατική | τους | ριπιδοειδείς | τις | ριπιδοειδείς | τα | ριπιδοειδή |
| κλητική | ριπιδοειδείς | ριπιδοειδείς | ριπιδοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ριπίδι
Μεταφράσεις
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: ριπιδοειδής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.