ριγανόλαδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ριγανόλαδο τα ριγανόλαδα
      γενική του ριγανόλαδου των ριγανόλαδων
    αιτιατική το ριγανόλαδο τα ριγανόλαδα
     κλητική ριγανόλαδο ριγανόλαδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ριγανόλαδο < ρίγανη + -ο- + λάδι + -ο

Ουσιαστικό

ριγανόλαδο ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του ριγανέλαιο / οριγανέλαιο
  2. (προφορικό) λάδι με λίγη ρίγανη που ρίχνεται σε μια φέτα τυρί κ.α.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.