ρεπό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρεπό < (άμεσο δάνειο) γαλλική repos < reposer < repauser < pause < λατινική pausa < ελληνιστική κοινή παῦσις < αρχαία ελληνική παύω (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
ρεπό ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός: (ειρωνικό) ρεπά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.