ρεπό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρεπό < (άμεσο δάνειο) γαλλική repos < reposer < repauser < pause < λατινική pausa < ελληνιστική κοινή παῦσις < αρχαία ελληνική παύω (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

ρεπό ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός: (ειρωνικό) ρεπά)

  1. ανεπίσημη αργία, μη εργάσιμη μέρα (εκτός Κυριακής ή γιορτής)
    τη Δευτέρα έχω ρεπό
  2. διάλειμμα, προσωρινή διακοπή εργασίας, για ανάπαυση
    μεσημεριανό ρεπό

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.